- ευρύστομος
- -η, -ο (ΑΜ εὐρύστομος, -ον)αυτός που έχει ευρύ στόμα, πλατύτερο από το συνηθισμένονεοελλ.1. (για αγγεία) αυτό που έχει ευρύ στόμιο2. το αρσ. ως ουσ. ο ευρύστομοςγένος κορακιόμορφων πτηνών τής οικογένειας coraciidaeμσν.-αρχ.αυτός που μιλάει ασυλλόγιστα και ανεξέλεγκτα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ-* + -στομος (< στόμα), πρβλ. αμφί-στομος, ελευθερό-στομος].
Dictionary of Greek. 2013.